επιπόρευσις

επιπόρευσις
ἐπιπόρευσις, ἡ (AM) [επιπορεύομαι]
μσν.
κίνηση, πορεία προς μια κατεύθυνση
αρχ.
1. η τροχιά αστεριών, πλανητών
2. αστρολ. ονομασία τού πέμπτου τόπου*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπιπορεύσεις — ἐπιπόρευσις course fem nom/voc pl (attic epic) ἐπιπόρευσις course fem nom/acc pl (attic) ἐπιπορεύομαι travel aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιπορεύομαι travel fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπορεύσεως — ἐπιπορεύσεω̆ς , ἐπιπόρευσις course fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”